- αυτοεξορίζομαι
- φεύγω από την πατρίδα μου ή δεν επιστρέφω σ' αυτήν ενώ βρίσκομαι στο εξωτερικό και αντιμετωπίζω τα προβλήματα και τις δυσκολίες που έχουν οι εξόριστοι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… … Dictionary of Greek